- μισοπέρσης
- μισοπέρσης, ὁ (Α)αυτός που μισεί τους Πέρσες, εχθρός τών Περσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Πέρσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοπέρσης — μῑσοπέρσης , μισοπέρσης enemy to the Persians masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
μισοπέρσην — μῑσοπέρσην , μισοπέρσης enemy to the Persians masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)